βριαρόχειρ
From LSJ
English (LSJ)
ειρος, ὁ, ἡ, strong-handed, Eust.586.2.
Spanish (DGE)
-χειρος, ὁ
de mano fuerte Suet.Blasph.4, cf. Eust.586.2.
German (Pape)
[Seite 463] ειρος, starkhändig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βριαρόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἰσχυρὰν ἔχων χεῖρα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8750, Εὐστ. 586. 2.
Greek Monolingual
βριαρόχειρ, ο, η (AM)
χεροδύναμος.