βρονταλίδα

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

η
πράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή].