βρονταλίδα

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

η
πράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή].