βροντηδόν

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source

German (Pape)

[Seite 464] donnerartig, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

βροντηδόν: ἐπίρρ., ὡς βροντή, Χρησμ. Σιβύλλ. 5345.

Spanish (DGE)

adv. como un trueno ἔσται ... β. κελάδημα Orac.Sib.5.345.

Greek Monolingual

βροντηδόν (AM) βροντή
επίρρ. σαν βροντή, βροντερά.