βροχίζω
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
hang, strangle, ἑαυτόν POxy.850.6; cf. Hsch. s.v. ἀλαῶν: —Pass., to be ligatured, Gal.4.679.
Spanish (DGE)
1 colgar, ahorcar ἑαυτόν A.Io.Oxy.850.6, cf. Hsch.s.u. ἀλαῶν
•en v. pas. ser ligado de una arteria, Gal.4.679.
2 tender una trampa, enredar ὅσους οὖν ὁ σατανᾶς ἔδησεν βροχίσας Hippol.Dan.4.33.4.
Greek Monolingual
(AM βροχίζομαι) βρόχος
(αρχ. -μσν.) απαγχονίζομαι
νεοελλ.
συλλαμβάνω με βρόχο, παγιδεύω.