βρούβα
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Greek Monolingual
η (Μ βρούβα και βρούβη)
1. ονομασία για διάφορα εδώδιμα αγριολάχανα της τάξης των Σταυρανθών
2. το βλαστάρι της βρούβας
3. φρ. «πάει για βρούβες» — γυρίζει άσκοπα και ανώφελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αρχ. μτγν. βούλβα —με τροπή του -λ- σε -ρ- και μετάθεσή του στη λέξη— < λατ. bulbus < βολβός.