βρυόομαι
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
aor. ἐβρυώθην, Pass., to be grown over with βρύον, Arist. Col.791b26, 792a1.
Spanish (DGE)
cubrirse de musgo o líquenes de paredes expuestas a la lluvia, Arist.Col.791b26, 792a1.
Greek (Liddell-Scott)
βρῠόομαι: ἀόρ. ἐβρυώθην, παθ., κατακαλύπτομαι μὲ βρύον Ἀριστ. π. Χρωμ. 1, 11 καὶ 12.
Russian (Dvoretsky)
βρυόομαι: покрываться или быть покрытым мхом (λίθοι βρυωθέντες Arst.).