λάβραξ
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, (λάβρος) a ravenous sea-fish, Labrax lupus, the bass, Alc.107, Eup.150 (pl.), Diph.66.10, Arist.HA567a19, 591a11, Ptol.Euerg.1 J.; ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος Ar.Fr.595; λάβρακες Μιλήσιοι, prov. of greedy persons, Apostol.10.38, cf. Ar.Eq.361.
German (Pape)
[Seite 2] ακος, ὁ, der Meerwolf, ein gefräßiger (λάβρος) u. räuberischer Fisch, Arist. H. A. 1, 5. 8, 2; Opp. Hal. 2, 130; vgl. Ath. VII, 310 e ff. u. Ael. H. A. 1, 10; sprichwörtlich λάβρακες Μιλήσιοι (Paroemiogr. App. 3, 57, ἐπὶ τῶν λαιμαργῶν), Ar. Equ. 361, Luc. u. A.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
loup de mer, poisson.
Étymologie: λάβρος.
Russian (Dvoretsky)
λάβραξ: ᾱκος ὁ предполож. морской окунь (Labrax lupus или Sebastes marinus) Arph., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λάβραξ: -ᾱκος, ὁ, (λάβρος) ἀδηφάγος τις θαλάσσιος ἰχθύς, «λαβράκι», loup de mer, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 311, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1., 8. 2, 24, κτλ.· ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 489· λάβρακες Μιλήσιοι, παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγων λαιμάργων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 361.
Greek Monolingual
ο (AM λάβραξ, Μ και λάβρακας) λάβρος
το ψάρι λαβράκι («ᾠοτοκοῦσι δὲ πάντες οἱ λεπιδωτοί, οἷον λάβραξ, κεστρεύς, κέφαλος», Αριστοτ.)
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) αδηφάγος.
Greek Monotonic
λάβραξ: -ᾱκος, ὁ (λάβρος), αδηφάγο θαλάσσιο ψάρι, πιθ. «λαβράκι», σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λάβραξ, ᾱκος, ὁ, λάβρος
a ravenous sea-fish, perhaps the bass, Ar.