γάγγλιον

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek (Liddell-Scott)

γάγγλιον: τό, οἴδημα ὑπὸ τὸ δέρμα, ἐπὶ τενόντων καὶ συνδέσμων ἢ παρ’ αὐτά, Πολυδ. Δ΄,197, Παῦλ. Αἰγ. 6.39, κτλ.· (ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἀνατομικῇ =σύνδεσμος ἢ συμπλοκὴ νεύρων). Πιθ. ἐγράφετο ἐξ ἀρχῆς γαγγάλιον. (Ἡσύχ.), ἀπόστημα ἀνώδυνον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. γαγγλίον.