γέρσιμο

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

το γέρσιμο
1. το να γέρνει κάποιος ή κάτι, κλίση
2. το να μισοκλείνει κάποιος πόρτα ή παράθυρο
3. το να τοποθετεί κανείς κάτι πλαγίως
4. το γέρμα, η στροφή του ήλιου και τών άστρων προς τη δύση τους.