γαλήνεμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το γαληνεύω
1. η κατάσταση της θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή
2. καταπράυνση, καθησύχαση.