γαλαδερφός
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
-ή
αυτός που έχει θηλάσει γάλα από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλο (το παιδί της τροφού και το ξένο, το οποίο θήλασε απ' αυτήν).