γαλαζόπετρα

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η
1. ο πολύτιμος λίθος κάλαϊς
2. ο θειικός χαλκός και το διάλυμά του με το οποίο ραντίζουν τ' αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + πέτρα.