γαλακτογόνος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

-ο
1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα
2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].