γαλακτουχία

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, das Säugen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτουχία: ἡ, τὸ θηλάζειν, Κλήμ. Ἀλ 456.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ lactancia Clem.Al.Strom.2.18.92, 3.11.72.

Greek Monolingual

γαλακτουχία, η (Α)
η γαλουχία.