γαλακτότροφος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

γαλακτότροφος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφεται με γάλα.