γαλακόχρως
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
English (LSJ)
v. γαλακτόχρως, nom. pl. -χροες Opp. C. 3.478.
Spanish (DGE)
(γᾰλᾰκόχρως)
• Morfología: [nom. plu. γαλακόχροες]
blanco como la leche ὀδόντες Opp.C.3.478 (cj., pero γαλακτ- cód.).
Greek Monolingual
ο (Α)
βλ. γαλακτόχρως.