γαλανόλευκος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό
2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία.