γαλανόλευκος

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό
2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία.