γαλατιάζω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

και γαλατσιάζω
2. (για καρπούς) σχηματίζω γαλακτώδη χυμό («γαλάτιασαν τα στάρια»)
2. αποκτώ το χρώμα του γάλακτος («γαλάτιασ' η ανατολή»).