γαλατιάζω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

και γαλατσιάζω
2. (για καρπούς) σχηματίζω γαλακτώδη χυμό («γαλάτιασαν τα στάρια»)
2. αποκτώ το χρώμα του γάλακτος («γαλάτιασ' η ανατολή»).