ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
και γαλατσιάζω2. (για καρπούς) σχηματίζω γαλακτώδη χυμό («γαλάτιασαν τα στάρια»)2. αποκτώ το χρώμα του γάλακτος («γαλάτιασ' η ανατολή»).