γαστεροπλήξ

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, glutton, Eust.1837.39.

Greek Monolingual

γαστεροπλήξ (-πλῆγος), ο (Μ)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-έρος) + -πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ κ.ά.)].