γαστρίδιο

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

το (Α γαστρίδιον) γαστήρ
νεοελλ.
1. κύριο στάδιο της εμβρυϊκής ανάπτυξης τών μεταζώων
2. γένος Αγγειόσπερμων Μονοκότυλων φυτών
αρχ.
η κοιλίτσα.