γαστρονόμος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο έμπειρος σε θέματα γαστρονομίας
2. ο καλοφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -νομος < νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].