γατόμαλλο

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

και γατσό- και κατσόμαλλο, το
1. το τρίχωμα της γάτας
2. το τραχύ και δύσκολο στην κατεργασία μαλλί τών προβάτων και τών κατσικιών
3. πληθ. τα γατόμαλλα
το πρώτο τρίχωμα στο πρόσωπο των εφήβων ή το λεπτό χνούδι σε πολύ αδύνατα πρόσωπα.