γγάστρωμα

From LSJ

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

το γγαστρώνω
1. η εγκυμοσύνη
2. το να καθιστά κανείς μια γυναίκα έγκυο
3. η ανυπόφορη ενόχληση.