γγάστρωμα

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

το γγαστρώνω
1. η εγκυμοσύνη
2. το να καθιστά κανείς μια γυναίκα έγκυο
3. η ανυπόφορη ενόχληση.