γγαστρώνω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) έγκυος
β) για άντρα (κοιλαράς)
γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].