γελασιάρης

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

-ρα, -ρικο
ο γελαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, διά του αορ. εγέλασα].