γελωτοκάρηνος

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

γελωτοκάρηνος, -ον (Μ)
αυτός που φοράει μάσκα γελωτοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + κάρηνον «κεφαλή»].