γελωτομανής

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που κατέχεται από μεγάλη επιθυμία για γέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία από τον Κωστή Παλαμά].