γενναιοκάρδιος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
γενναιοκάρδιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γενναία καρδιά, ανδρείος.