γενοκτονία

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

η
η σκόπιμη μαζική εξόντωση λαών, φυλών ή ομάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + -κτονία < -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»].