γεροδένω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
1. δένω στερεά
2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω
3. (μτχ.) γεροδεμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) στερεός
β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός.