γεροδένω
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
1. δένω στερεά
2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω
3. (μτχ.) γεροδεμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) στερεός
β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός.