γεωκυκλικός

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην περιστροφική κίνηση της γης
2. το ουδ. ως ουσ. το γεωκυκλικόν
μηχάνημα που αναπαριστά την περιστροφική κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο.