γιγαντώνω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

1. δυναμώνω κάτι, το κάνω γιγάντιο
2. μέσ. γιγαντώνομαι και γιγαντούμαι
γίνομαι γιγάντειος, αποκτώ μεγάλο σθένος («γιγαντώθηκε ο πόθος της λευτεριάς»).