γιγαντώνω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
1. δυναμώνω κάτι, το κάνω γιγάντιο
2. μέσ. γιγαντώνομαι και γιγαντούμαι
γίνομαι γιγάντειος, αποκτώ μεγάλο σθένος («γιγαντώθηκε ο πόθος της λευτεριάς»).