γιγγλάριον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Spanish (DGE)

-ου, τό especie de flauta pequeña AB 88.4.

German (Pape)

τό, dim. zu γίγγλαρος, B.A. 88.