γλακτοπαγής
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
γλακτοπαγές, full of milk, μαστός Jahrb.19.Anz.186 (Smyrna).
Spanish (DGE)
(γλακτοπᾰγής) -ές
blanco como leche cuajada o más prob. lleno de leche μαστός ISmyrna 541.7 (I d.C.), cf. γαλακτοπαγής.