γλαύκιο

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α γλαύκιον)
ονομασία φυτού της οικογένειας παπαβερίδαι
αρχ.
υδρόβιο πτηνό με γλαυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. από το χρώμα του, το δε πτηνό από το χρώμα τών ματιών του].