γλυπτοθήκη

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η
αίθουσα ή κτήριο όπου φυλάσσονται έργα γλυπτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυπτό + θήκη (πρβλ. γαλλ. glyptotheque)].