γλωσσοβολώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(-άω)
συκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -βολώ < -βόλος < βάλλω].