γλωσσοκήλη

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

η
παθολογική πρόπτωση της γλώσσας έξω από το στόμα.