γλωσσολύτης

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source

Greek Monolingual

ο
ο γλωσσοδέτης (το παιγνίδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + λύτης < λύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].