γλωττοποιώ

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

γλωττοποιῶ (-έω) (Α)
γλείφω τα γεννητικά όργανα.