γογγυλώδης

English (LSJ)

γογγυλώδες, roundish, Sch.Ar.Pax788.

Spanish (DGE)

-ες de forma redondeada Sch.Ar.Pax 788.

German (Pape)

[Seite 500] ες, rundlich, Schol. Ar. Pax 789.

Greek (Liddell-Scott)

γογγῠλώδης: -ες, (εἶδος) στρογγυλοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 789.

Greek Monolingual

γογγυλώδης, -ες (Μ)
ο γογγυλοειδής.