σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
και γκόμα, η
1. κόμμι
2. κόλλα, κολλητική ουσία
3. γομολάστιχα, σβηστήρι
4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι].