γραφογνώμονας

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ο
ο γραφολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + γνώμων (-ονας). Η λ. γραφογνώμονες πληθ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν Λεξικόν].