γυμνιστής

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. γυμνίστρια, η)
οπαδός του γυμνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + -κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)].