γυμνόκαυλος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ο
(για φυτά) αυτός που έχει γυμνό καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + καυλός «βλαστός». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].