γωνιογνώμονας

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

ο
όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων (-ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].