δάμασμα

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Spanish (DGE)

-ματος, τό
prob. sometimiento, represión, tortura Tz.H.12.828.

Greek Monolingual

το (Μ δάμασμα) δαμάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη.