δίαγμα

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό esquirla διάγματα· διακλάσματα Hsch.