δίεση

Greek Monolingual

η (Α δίεσις) διίημι
μουσ. ημιτόνιο
νεοελλ.
μουσ. σημάδι το οποίο σημειώνεται πάνω από έναν φθόγγο και δηλώνει ότι πρέπει να ανυψωθεί κατά ένα ημιτόνιο
αρχ.
1. διαβίβαση, δίοδος
2. απόλυση
3. απελευθέρωση, εκφόρτωση
4. διαζύγιο
5. ύγρανση, κατάβρεγμα.