δίηται

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

French (Bailly abrégé)

v. δίω.

English (Autenrieth)

see δίω.

Greek Monotonic

δίηται: γʹ ενικ. Μέσ. υποτ. του δίω.

Russian (Dvoretsky)

δίηται: 3 л. sing. conjct. к δίεμαι.